1 γρηγορεω
(τὰ φυτὰ οὔτε ὑπνώττουσιν οὔτε γρηγοροῦσιν Arst.)
(κρίσις ἐγρηγορυῖα Plut.)
Древнегреческо-русский словарь > γρηγορεω